παλαιογεωγράφος

παλαιογεωγράφος
ο
επιστήμονας που έχει ως ειδικό κλάδο μελέτης την παλαιογεωγραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paleogeographer (< παλαιο-* + γεωγράφος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”